- πνευματικήν
- πνευματικόςof windfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Codex Washingtonianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 032 … Wikipedia
на — 1 (на50000) предл. I. С вин. п. 1.Употребляется при обозначении предмета, на поверхность которого направлено действие, движение с целью расположения, размещения кого л., чего л. на нем: платити... ѿ капи. и ѿ всѧкого вѣснаго товара. что кладѹть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευανδρία — η (Α εὐανδρία) [εύανδρος] 1. η αφθονία ανδρών και κυρίως γενναίων και ενάρετων 2. η ανδρική ηλικία ή η ανδρεία, το ανδρικό φρόνημα, η γενναιότητα αρχ. 1. η σωματική, η φυσική ευεξία 2. (ως χριστιανική αρετή) το υψηλό φρόνημα, το μεγάλο θάρρος… … Dictionary of Greek
ευηκοΐα — η (ΑΜ εὐηκοΐα) [ευήκοος] νεοελλ. καλή ακοή, καλή κατάσταση τών οργάνων τής ακοής αρχ. μσν. 1. υπακοή («εἰς εὐηκοΐαν πνευματικὴν καὶ πειθὼ καὶ ὑπακοήν», Ευστ.) 2. η ευμενής ακρόαση τών ευχών από τους θεούς … Dictionary of Greek
οικοδομή — η (ΑΜ οικοδομή) [οικοδόμος (Ι)] 1. ανέγερση κτηρίου, οικοδόμηση, κτίσιμο («η οικοδομή θα αρχίσει σε έναν μήνα») 2. το υπό ανέγερση κτήριο 3. οικοδόμημα, κτήριο αρχ. μτφ. 1. η ενέργεια πράξεων που αποσκοπούν στην επίτευξη επωφελών αποτελεσμάτων… … Dictionary of Greek
σπλάγχνο — το / σπλάγχνον, ΝΜΑ, και σπλάχνο Ν και σπλάγχανον Α 1. συν. στον πληθ. τα σπλάγχνα α) τα όργανα τού σώματος που βρίσκονται μέσα στις μεγάλες κοιλότητες τού οργανισμού, στην κρανιακή, στη θωρακική, στην κοιλιακή και στην πυελική β) τα σωθικά,… … Dictionary of Greek
Πετρίδης, Πλάτων — (1790 – 1852). Λόγιος και ευεργέτης. Καταγόταν από το Νόκοβο Λινζουρίας της Β. Ηπείρου και μικρός εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένεια του στην Κωνσταντινούπολη. Με τη βοήθεια του εκεί Άγγλου πρεσβετή Elgin σπούδασε στην Αγγλία και το 1812… … Dictionary of Greek